αγεληκόμος

αγεληκόμος
ἀγεληκόμος και ἀγελοκόμος, ο (Α)
αυτός που φροντίζει, που φυλάει αγέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + -κόμος < κομῶ. Το ο στον β' τύπο είναι συνθετικό
το -α- στον γ' τύπο από αφομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγεληκόμος — keeping herds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • αγελοκόμος — ἀγελοκόμος, ο (Α) βλ. ἀγεληκόμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”